αλληγορικός

αλληγορικός
-ή, -ό (Α ἀλληγορικός, -ή, -όν) [ἀλληγορία]
1. αυτός που εκφράζεται με αλληγορίες, αυτός που άλλα λέγει και άλλα εννοεί
2. αυτός που περιέχει ή χρησιμοποιεί μεταφορικές εκφράσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀλληγορικός — figurative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληγορικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκφράζεται με αλληγορίες: Οι περισσότεροι παλαιοί μύθοι είναι αλληγορικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλληγορικά — ἀλληγορικός figurative neut nom/voc/acc pl ἀλληγορικά̱ , ἀλληγορικός figurative fem nom/voc/acc dual ἀλληγορικά̱ , ἀλληγορικός figurative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληγορικώτερον — ἀλληγορικός figurative adverbial comp ἀλληγορικός figurative masc acc comp sg ἀλληγορικός figurative neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληγορικῶν — ἀλληγορικός figurative fem gen pl ἀλληγορικός figurative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληγορικόν — ἀλληγορικός figurative masc acc sg ἀλληγορικός figurative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληγορικαῖς — ἀλληγορικός figurative fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληγορικαί — ἀλληγορικός figurative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληγορικοῖς — ἀλληγορικός figurative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληγορικοί — ἀλληγορικός figurative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”